- λαρυγγόφωνο
- Ηλεκτροακουστική συσκευή, η οποία εφάπτεται στον λαιμό του ανθρώπου. Κατ’ αντιστοιχία με τον λάρυγγα μετατρέπει τους παλμούς που παράγονται από τις φωνητικές χορδές σε ανάλογα διαμορφωμένο ηλεκτρικό ρεύμα. Κατόπιν η ανθρώπινη φωνή αναπαράγεται από ένα ακουστικό ή μεγάφωνο, το οποίο τροφοδοτείται με το προαναφερθέν ρεύμα. Το λ. είναι κατάλληλο για τη μετάδοση της ανθρώπινης φωνής σε ένα πολύ θορυβώδες περιβάλλον όπου, αν χρησιμοποιείτο ένα κοινό μικρόφωνο, θα προέκυπτε μια συγκεχυμένη μετάδοση με ανεπιθύμητους ήχους.
* * *τοβλ. λαρυγγόφωνος.
Dictionary of Greek. 2013.